χαλκοτορος

χαλκοτορος
    χαλκότορος
    χαλκό-τορος
    2
    приготовленный из меди
    

(ξίφος Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χαλκοτορος" в других словарях:

  • χαλκότορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. χαλκοτόρευτος* («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.) 2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τορος (< θ. τορ της ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. τείρω*… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτόροις — χαλκότορος of piercing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτόρου — χαλκότορος of piercing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτόρους — χαλκότορος of piercing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυιοτόρος — γυιοτόρος, ον (Α) αυτός που διατρυπά τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ , έτορον, αόρ. β πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτορώ — έω, Α [χαλκότορος] κατασκευάζω από χαλκό …   Dictionary of Greek

  • χαλκότυπος — ον, Α 1. χαλκότορος* 2. αυτός που έχει χτυπηθεί με χάλκινο όπλο 3. αυτός που προκαλείται από την κρούση χάλκινων τύμπανων («χαλκοτύπου παυσάμενος μανίης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. χρυσό τυπος. Η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»